λατέρκουλον

λατέρκουλον
λατέρκουλον, τὸ (Μ)
(στους Βυζαντινούς)
1. αρχείο, κατάλογος τών πολιτικών και στρατιωτικών αξιωμάτων τού παλατιού
2. έγγραφο με οδηγίες προς τον πραίτωρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. laterculum «κατάλογος τών αρχών και αξιωμάτων» < λατ. latec «πλίνθος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”